- ακαγιού
- το και ακαζού, το (λ. πορτογαλ.), άκλ., το ξύλο μαόνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακαγιού — το το ξύλο ακαζού* … Dictionary of Greek